«Αμπέλι μου περήφανο και κοντοκλαδεμένο…»

Της Ελένης Ζούκη – Τζαμακλή

«Άσχημος παππούς – Όμορφος γιος – Τρελό εγγόνι»

(Το κούτσουρο – Το κλήμα -Το σταφύλι)

Χίλιες ρήσεις του λαού για να ζωγραφίσουν το αμπέλι. Αλήθεια, τι ήταν τ’ αμπέλια για το Ζαγόρι; Ένα κομμάτι καλλιεργημένης γης ή κάτι πιο ουσιαστικό! Βλέποντας το με τα μάτια της γιαγιάς, ήταν μια διαρκής αγωνία, μια μεγάλη φροντίδα και ένας αγώνας. Ακόμα, βαθιά αγάπη, γιορτή και ευλογία. Δηλαδή ήταν ακόμα ένα μέλος της οικογένειας και μάλιστα ο πρωταγωνιστής. Ζούσαν για το αμπέλι. Το ντάντευαν, το χαϊδολογούσαν, το ανάσταιναν. Κι αυτό σαν τα παιδιά, πότε τους έκανε να καμαρώνουν και πότε να κλαίνε με μαύρο δάκρυ.

 

Το αμπέλι στο Ζαγόρι ήταν μια υπέρβαση. Γιατί δεν φυτεύτηκε σε ίσιο έδαφος και σε ήπιο κλίμα. Φυτεύτηκε πάνω σε ράχες, που ο μόχθος και το πείσμα τις διαμόρφωσε, σε μεγάλα ισιώματα σαν σκαλιά, όπως οι καλλιέργειες των Κινέζων στα βουνά της Ασίας. Αυτά τα πλατύσκαλα τα είπαν δέματα. Ένα αμπέλι έφθανε και 10 δέματα. Άλλος δυνάστης ήταν το κλίμα. Το αμπέλι αντέχει ως τους -26 βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν. Αυτή την εξοντωτική θερμοκρασία για πολλά φυτά την αγγίζουμε πολλές φορές στο Ζαγόρι. Πώς να μην κλαίει η χρυσή μου η γιαγιούλα, όταν καθόταν στο παράθυρο και έβλεπε την παπλαμούδα του χιονιού να νεκρώνει κάθε ζωή! Έλεγε:

Λέλημ, λέλημ και χτυπούσε τα γόνατα της με απελπισία.

Μωρέ σκασμένο χιόνι θα χάσω το αμπελάκι μου.

Σαν να μοιρολογούσε ένα πολύ αγαπημένο άνθρωπο. Γιατί ήταν Μάρτης και έπρεπε το αμπέλι να κλαδευτεί και να σκαφτεί. Θα άρχισε ο οινιών χυμός και αν κλαδευόταν τότες, θα έφευγε όλη η δύναμη του απ’ τις κλαδεμένες πληγές. Η γιαγιά δεν ήξερε για οινιόντες χυμούς και κουραφέξαλα. Το ήξερε στη δική της γλώσσα. Δεν έπρεπε ν’ αργήσει το κλάδεμα για να μη κλάψουν τα κλήματα και χάσουν τη δύναμη τους. Το σκάψιμο, κι’ αυτό να γίνει στην ώρα του, για να μη κρούξουν τα μάτια του αμπελιού. Κρούω – πανάρχαια λέξη, που σε βάζει να σκεφτείς από πότε καλλιεργούσαν αυτοί οι άνθρωποι αμπέλια και κρατούσαν τέτοιες λέξεις. Αν έκρουαν τα μάτια τ’ αμπελιού (τα βλαστάρια) πριν το σκάψιμο, μπορούσε με τις εργασίες να χτυπηθούν τα κλήματα και να πέσουν τα μάτια. Οπότε έλεγαν ότι τυφλώθηκε το αμπέλι, έβγαιναν βέβαια νέα μάτια, αλλά ήταν αδύναμα και τα έλεγαν τσίμπλες και υποβαθμιζόταν το αμπέλι. Άλλος θρήνος πάλι. Ενώ στον κάμπο όλα αυτά ήταν εύκολα, χωρίς το κυνήγημα του καιρού. Κι όμως, τα ξεπερνούσε όλα στο παρά 5 και από εκείνο το ταλαιπωρημένο κουτό ρόκλημα, φούντωνε ένα όμορφο τουφωτό φυτό. Τότε, άρχιζε το βλαστολόγημα. Μεγάλη προσοχή τι θ α πετάξεις, τι θα κρατήσεις και να έχεις το νου σου, πού θα βάλεις το χέρι σου, γιατί τυλιγόταν οι οιχιές μεσ’ τα βλαστάρια και άκουγες σκουξίματα απ’ τις γυναίκες. Ύστερα ερχόταν το δέσιμο με το σάλμα, ειδικό άχυρο, που το έβρεχαν σε λιγοστό νερό του λάκκου, για να δένεται όμορφα. Νοικοκυρευόταν το αμπέλι. Άιντε πάλι σκάλισμα και βοτάνισμα και μετά τα ραντίσματα. Ατέλειωτα ραντίσματα με γυαλόπετρα και θειαφίσματα, για να σώσουν το αμπέλι απ’ τις αρρώστιες, που έφερναν οι βροχές. Δουλειά χωρίς ανάπαυλα, όλο το χρόνο. Αλλά δεν βαρυγκωμούσαν οι Ζαγορίσιες. Η προσήλωση στο καθήκον ήταν στο αίμα της γυναίκας εκείνη που μάζευε τον χοντρό ιδρώτα της, στο μαύρο μαντήλι και στην ποδιά, που όμως ήταν πάντα πεντακάθαροι.

Εκείνο που δυσκόλευε, ήταν η απόσταση των αμπελιών και τα λιγοστά νερά. Γιατί το κεντρικό Ζαγόρι με τη χαράδρα Βίκου έχασε όλες τις φλέβες νερού που ερχόταν από τις πηγές, Αστράκα, Γκουβοστίτσα. Κέρδισε όμως μετά από χιλιάδες, χιλιάδων χρόνια σε τουρισμό. Έπρεπε λοιπόν οι γυναίκες να κουβαλούν φορτωμένες όλα τα χρειαζούμενα και προπαντός τα κυπριά των γιδιών τους, που ζωντάνευε τ’ αμπέλια. Προς τον Σεπτέμβρη παρακολουθούσαν πότε θα γυαλίσουν οι ρόγες του σταφυλιού. Αυτό σήμαινε αρχή ωρίμανσης. Μέχρι να πάρει το σταφύλι όλη την γλύκα του, ήθελε ένα μήνα ακόμη. Ήταν ο μήνας της φύλαξης. Και τότε άρχιζε η μεγάλη γιορτή των αμπελιών. Μεταφερόταν η ζωή του χωριού στ’ αμπέλια. Κάθε φαμίλια είχε 4, 5 και 6 παιδιά. Γιόμιζε ο τόπος νιάτα, που κοιμόταν στ’ αμπέλια, για να φυλάξουν τον καρπό, από τις αλεπούδες, τους ασβούς, τους σκαντζόχοιρους. Την ημέρα χτυπούσαν τα χαλκώματα για τα πουλιά και τα σκιάχτρα ποζάριζαν σ’ όλα τα δέματα. Οι μεγάλοι κατέβαλαν φαγητά και εφόδια και τις νύχτες, γύρω απ’ τις φωτιές, τα νιάτα τραγουδούσαν, αστειευόταν, έλεγαν ατέλειωτες ιστορίες για κυνήγια με αγριόγιδα και ψαρέματα στο Βίκο. Ήταν κι’ οι ταλαντούχοι που κρεμόταν οι άλλοι απ’ την κουβέντα και τα καλαμπούρια τους, όπως ο Τάκης της Λούσιως, ο Φιλίδης, ο Λάνης, ο Τόλογλου και ο Κώστα Βαρζώκας. Κι οι κοπέλες με τα άσπρα μαντήλια, έριχναν κλεφτές ματιές σε κάποιον που ξεχώριζαν. Κάθε αμπέλι είχε το καλύβι του, καλοφτιαγμένο σαν σπιτάκι, αλλά και την τσιατούρα του. Ένα κατασκεύασμα σαν των ερυθροδέρμων, με ξύλα που ενώνονταν στην κορυφή και καλύπτονταν με άχυρο. Μια τέτοια τσιατούρα έφτιαξαν ο Χαρίλαος Κοντοδήμος με το Γιαννακούλη Δούκα. Τις νύχτες κυκλοφορούσαν με λάμπες και λυχνάρια και έκαναν επισκέψεις. Ποιος ξέρει ποια λαμπίτσα ακούμπησε στην τσιατούρα του Κοντοδήμου και στο λεπτό λαμπάδιασε ο τόπος. Και πού νερό! Ευτυχώς ήταν απομονωμένη και δεν προχώρησε το κακό. Την ημέρα στολίζονταν τα αμπέλια, με τα άσπρα μαντήλια των κοριτσιών, που δούλευαν συνέχεια. Οι άντρες έκοβαν κλαδί για τα ζώα, ξύλα και έφερναν νερό απ’ το λάκκο. Βογγούσαν απ’ τα γέλια τα κλαδερά όπως μάζευαν σούρβα, κράνια, βατόμουρα, μανιτάρια. Τα μανιτάρια τα έβαζαν ανάποδα στη θράκα μας, έβραζαν με το χυμό τους και μοσχομύριζε ο τόπος. Κόντευε μέσα Οκτώβρη όταν μέλωνε το σταφύλι για τρύγο. Ο καιρός υπέροχος, μικρό καλοκαιράκι. Και έρχονταν η μεγάλη μέρα. Ένας στρατός κίναγε για τ’ αμπέλι. Κι’ η γιαγιά η Φρίδω (Αφροδίτη) στρατηγός. Παιδιά, εγγόνια, δίγγονα, συγγενείς απ’ τα γύρω χωριά, έρχονταν να βοηθήσουν στον τρύγο. Για όλους ετοίμαζε η γιαγιά διαλεχτό σταφύλι στα καλάθια να τους φιλέψει. Έτρεχε και στο χωριό να ρίξει το μπριάμ και την πίτα στο γάστρο για το μεσημεριανό κάτω απ’ τα πυκνά δέντρα. Τα σταφύλια πήγαιναν στο χωριό με τα μουλάρια, μέσα σε ειδικά μεγάλα καλάθια, τα σεπέτια. Τα διαλεχτά τα δίπλωναν στους οντάδες, πάνω σε σεντόνια. Έτρωγαν ως το χειμώνα και δώριζαν σε φίλους. Τα άλλα τα έριχναν στο καδί. Αυτό ήταν τεράστιο και το έφτιαξαν στο κατώι οι μάστοροι, γιατί δε θα μπορούσε να κουβαληθεί. Το άνοιγμα του έβγαινε πάνω στην κρεβάτα, όπου σηκώνοντας τα σανίδια έχασκε σαν πηγάδι, που γέμιζε σιγά, σιγά ως απάνω και πατούσαν το σταφύλι με τα πόδια, αφού τα χιλιόπλεναν. Ως το βράδυ κουβαλούσαν. Πολύ καρπό τον πατούσαν στο αμπέλι σε μικρά καδιά, που τα έλεγαν πούτενες και τον έστελναν στο χωριό με ασκιά, για οικονομία χώρου και χρόνου. Μια ράχη αμπέλι είχε η γιαγιά. Ατέλειωτα τα φορτώματα κι έβγαζε το καλύτερο κρασί. Και κόντευε τα 80 τότε η γιαγιά και δούλευε 20 ώρες το 24ωρο, το 24ωρο, όπως όλες οι τατούλες του Ζαγορίου, με τα μαύρα μαντήλια, που πάλευαν σε χωράφια, αμπέλια, κήπους, γίδια, κότες και πεντακάθαρο νοικοκυριό. Παραγωγικά άτομα ευλογημένα! Η ντεμπίνα είναι Ηπειρώτισσα. Αγαπούσε τούτα τα χώματα και την αγαπούσαν κι οι άνθρωποι. Έκανε και για φρούτο και για κρασί. Με τις άριστες γνώσεις του Ζαγορισίου και την συγκινητική προσήλωση στην λεπτομερείς έβγαινε ένα νέκταρ.

Όταν ο καλός γιατρός του Ζαγορίου ο Γιαννακός ερχόταν το φθινόπωρο να δει τον παππού που κρυολογούσε, δεν ήθελε τίποτε άλλο από κρασί της Φρίδως και γκιζόπιτα. Ήταν φίλος ο γιατρός και σε θεράπευε μόνο με την κουβέντα του. Άφησε την καλή ιστορία του στα χωριά και πήρε πολλή πίκρα σαν αναγκάστηκε να ξενιτευτεί.

Γη Χαναάν ο τόπος απ’ τα καλούδια του αμπελιού. Σταφύλια ως τα Χριστούγεννα και πέρα, κρεμασμένα στο νταβάνι, πετιμέζι άφθαστο, μυρωδάτο ξύδι, μουσταλευριές, ζμπέκια κρεμαστά με καρύδια και τσίπρα με την σπιρτάδα τους, που τα περίμεναν οι μερακλήδες να ξεφαντώσουν γύρω απ’ τα καζάνια. Κι’ ακόμα σε ήθελε το αμπέλι. Μετά τον τρύγο το μπορμπολόγημα. Να μην αφήσουν ούτε κλιτσίρι στο κλήμα. Να καθαρίσουν τον αβάσταγα και τους όχτους από βατσνιές και τα μονοπάτια απ’ τα κλαδιά, για να μη φραχτούν. Ο καιρός χάλαγε μετά τον τρύγο και ο ιδρώτας του καλοκαιριού γινόταν τουρτούρισμα και παγωμένα χέρια.

Κι όμως αυτές οι ψυχούλες, συνέχιζαν να κουβαλάν την κοπριά στ’ αμπέλια, ώσπου να ‘ρθει το χιόνι να τα σκεπάσει όλα και να τελειώσει ο κύκλος.

Οι αγάπες μας τ’ αμπέλια! Ο πλούτος και το καμάρι του χωριού που ξεχώριζες ανάμεσα στην ντεμπίνα, τα κορύθια, τα μπεκάρια, το μελισσοφάι κι ένα τροφαντό μαύρο. Αμέτρητα τα οπωροφόρα στα δέματα. 40 κερασιές είχε η γιαγιά, που τα ύστερα χρόνια τις έκανε η αρκούδα οδοντογλυφίδες. Γέμιζαν καλούδια τα κατώγια, τα κελάφια κι οι οντάδες. Κι ήρθε ο εμφύλιος και τα ρήμαξε! Τα νιάτα σκόρπισαν στα 4 σημεία του ορίζοντα. Πρόσφυγες, μετανάστες, εργάτες. Τα κορίτσια με τα άσπρα μαντήλια, περίμεναν αυτούς που δεν γύρισαν ποτέ. Ερήμωση, βουβαμάρα και θλίψη. Χωρίς φωνές, γέλια και τραγούδια για το φύλαγμα, αναθάρρησαν τ’ αγρίμια κι’ έκαναν τον ανήφορο στα δέματα. Μπήκαν στα καλύβια των ανθρώπων κι’ έκαναν γιατάκια και φωλιές.

Και καλώς ήρθαν οι αρκούδες…

 

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «το Ζαγόρι μας», αρ.φ. 424, Οκτώβρης 2013.