Οι Βλάχοι του Ζαγορίου

Του Γεωργίου Α. Μέρτζιου

α) Γενικό περί Βλάχων

Οι ισχυρισμοί για την καταγωγή των Βλάχων γνώρισαν πολλές διακυμάνσεις. Οι Βλάχοι ψάχνοντας για ένα πατέρα βρήκαν διαδοχικά πολλούς, όλους εξίσου αληθοφανείς. Ο Μπέραρντ αναφέρει ότι εδώ και εκατό χρόνια η Ευρώπη τους έμαθε ότι κατάγονταν από τους ηττημένους ή νικητές των Φαρσάλων και των Φιλίππων (η μάχη των Φίλιππων έγινε το 42 πΧ. ανάμεσα στο στρατό του Οκταβιανού Αυγούστου και Μάρκου Αντωνίου και το στρατό του Βρούτου και Κάσσιου – η μάχη στα Φάρσαλα το 48 πΧ μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου) εγκαταστάθηκαν ως άποικοι από τον Καίσαρα και τον Αύγουστο μετά τις νίκες στους εμφυλίους πολέμους.

Ο Πουκεβίλ ταλαντεύονταν ανάμεσα στην πρώτη άποψη και στο θρύλο που αναφέρει ο Βυζαντινός ιστορικός και συγγραφέας Ιωάννης Κίνναμος (12ος αιώνας), σύμφωνα με την οποία ιταλοί μετανάστες φεύγοντας για να γλιτώσουν από τους βαρβάρους πέρασαν την Αδριατική και από το Οτράντο, το Μπάρι και τη Φότζια έφτασαν στις αλβανικές ακτές. Στη συνέχεια διασκορπίστηκαν οι λατινικές αυτές οικογένειες μέχρι την Πίνδο και το Βαρδάρη.

Ο Τύνμαν (γερμανός συγγραφέας) και ο Φίνλευ (άγγλος ιστορικός) ανακάλυψαν κατόπιν για τους Βλάχους μια πιο μακρινή ακόμη καταγωγή. Ήσαν γόνοι των Θρακών, εκπρόσωποι των ιθαγενών φυλών που προηγήθηκαν του ελληνισμού και που οι αποικίες των Αθηναίων και Μεγαρέων είχαν απωθήσει στα βουνά. Οι φυλές αυτές υποτάχθηκαν ένα καιρό στους Έλληνες της Μακεδονίας αλλά δεν είχαν πάψει να υπάρχουν. Δέχθηκαν πιθανότατα τους Ρωμαίους ως ελευθερωτές και, είτε λόγω συγγένειας είτε λόγω ευγνωμοσύνης, αποδέχθηκαν τη γλώσσα και τα ήθη τους. Επιπλέον η Θράκη τόπος όπου αγριεύονταν δούλοι, είχε προσελκύσει πολλούς Ρωμαίους αποίκους.

Το δυστύχημα είναι ότι οι έρευνες του Αλμπέρ Ντυμόν (γάλλος αρχαιολόγος) απέδειξαν ότι το δεύτερο αιώνα της χρονολογίας μας η Θράκη ήταν απόλυτα ελληνική· ακόμη και στις πιο απόμακρες κοιλάδες, ο Ντυμόν βρήκε ελληνικές επιγραφές· λατινικές επιγραφές μόνο τυχαία ανευρίσκονται σε κάποιο απομονωμένο τάφο Ρωμαίου στρατιώτη ή αποίκου.

Στην Μακεδονία επίσης οι ανακαλύψεις του Λέων Εζέ (γάλλος αρχαιολόγος) είναι αρκετά πειστικές ως προς το ότι οι Βλάχοι δεν κατέχουν την θέση των παλαιών Ρωμαϊκών αποικιών.

Ο Ξενοπόλ (καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ιάσιου) αναφέρει ότι μια απέραντη Βλαχία απλωνόταν άλλοτε από την Αδριατική ως τη Μαύρη θάλασσα και από τα βόρεια της Τρανσυλβανίας ως τα νότια του Αίμου. Μέχρι τον 6ο αιώνα η Βλαχία αυτή διαφυλάχτηκε από κάθε ελληνική επίδραση· τον 4ο και 5ο αιώνα το κήρυγμα γινόταν στα λατινικά στις όχθες του Δούναβη· στα 579, σύμφωνα με τον Βυζαντινό θεοφύλακτο Σιμοκάττη (ιστορικός), ένας αγωγιάτης του Αίμου φώναζε στα Βλάχικα: Τάρνα Φράτρε (γύρνα αδελφέ). Η σλάβικη εισβολή εν είδει σφήνας στη Βλάχικη τούτη μάζα πρέπει να τη διαχώρισε σε τρία κομμάτια: τους Βλάχους του Βορρά (σημερινούς Ρουμάνους), τους Βλάχους της Iστρίας και τους Βλάχους του Αίμου και της Πίνδου.

β) Ζαγόρι και Βλάχοι

Ο LEACE κατά την περιοδεία του στο Ζαγόρι το 1818 αναφέρει ότι μιλούσαν την Βλάχικη γλώσσα στα χωριά Δοβρίνοβο , Δριστενίκο, Φλαμπουράρη, Μακρύνο, Δραγάη, Τσερνέση, Γρεβενήτι, Λεσνίτσα, Καβαλάρη, Λάιστα, Παλιοχώρι Λαϊστης, Βοβούσα.

Ο Κώστας Κρυστάλλης κατά την περιοδεία του στο Ζαγόρι γύρω στα 1890 αναφέρει ότι μεταξύ των 27.000 κατοίκων του Ζαγορίου, που κατοικούσαν σε 45 χωριά, οι 8.500 περίπου ήταν Βλάχοι.

Ο Λ. Λαμπρίδης αναφέρει άτι σε παλιότερους χρόνους πριν από την περιοδεία του LEACE μιλούσαν την Βλάχικη γλώσσα και σε άλλα χωριά, όπως Δόλιανη, Λιασκοβέτσι, Νεγάδες, Φραγγάδες, Τσεπέλοβο, Σκαμνέλι. Αλλά προσθέτει άτι οι ονομασίες των χωριών Σόποτσελ (υδρότοπος SOBOTU ίσον βρύση), Μπόγια (θερμός) και των θέσεων Βάλεα ντι Μωάρε (κοιλάδα των μύλων) δηλώνουν ότι και εκεί ζούσαν κάποτε Βλάχοι.

Ο Κ. Κρυστάλλης επισημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση των Βλάχων που κατοικούν στα χωριά και των νομάδων Αρβανιτόβλαχων ή Καραγκουνών, οι οποίοι το καλοκαίρι μόνο ανέρχονται από τα χειμαδιό της Ηπείρου στα οροπέδια του Ζαγορίου με τα ζώα τους. Επίσης λέγει ότι εκτός των Βλάχων και Σλάβοι, αλλά ελάχιστοι εγκαταστάθηκαν στα βουνά του Ζαγορίου, όπως μαρτυρούν πολλά ονόματα Σλάβικα.

Ο Αραβαντινός αναφέρει ότι τα βλαχοχώρια του Ζαγορίου, κατοικήθηκαν από την Α’ εκατονταετηρίδα της Τουρκοκρατίας και υποθέτει από την ονομασία τους που αντιστοιχεί με τα τοπικά ονόματα πόλεων και κωμοπόλεων της Άνω και Κάτω Βλαχίας, ότι εκτίσθηκαν από Βλάχους αιχμαλωτισμένους από τους χριρου στις κατά καιρούς επιδρομές και μάχες του Οθωμανικού στρατού κατά της Βλαχίας, οι οποίοι απελυθερούμενοι μετά την μεταγωγή τους στην Ήπειρο εγκαταστάθηκαν σε μέρη ακατοίκητα και προς ανάμνηση, έδιδαν στην νέα κατοικία το όνομα της πατρίδος των.

Ο Χάμερ στην Ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αναφέρει άτι πολλοί των κατοίκων της Βλαχίας, κατά την επιδρομή των Τούρκων μη δυνάμενοι να υποστούν τα φοβερά βασανιστήρια των καταχτητών αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα των και φέροντες μαζί τους τις οικογένειες, θεούς, ποίμνια και όλη την κινητή περιουσία των να καταφύγουν διαμέσου των βουνών στην Πίνδο όπου ήταν εγκατεστημένοι πριν χρόνια ομόγλωσσοι τους.

Ο Κρυστάλλης κατά την περιοδεία του αναφέρει ότι υπήρχε διάκριση ανάμεσα στις Βλάχικες κοινότητες του Δυτικού και Κεντρικού από το Ανατολικό γιατί οι κάτοικοι των Βλάχικων κοινοτήτων του ανατολικού διαμερίσματος ονομάζουν τους άλλους, Ζαγορίσιους ή Ζαγοριάνους (ZAGURIANII) ενώ τους εαυτούς τους τους ονομάζουν Βλάχους ή Ρωμάνους (BLACHII ή RUMANII). Εδώ να αναφέρουμε ότι ο Μπέραρντ κάνεI λόγο για απόπειρα ρουμονοβλάχικης προπαγάνδας από το 1876 ως τα 1890.

γ) Τα Βλαχόφωνα χωριά

Κατά την περιοδεία του στο Ζαγόρι ο Κ. Κρυστάλλης δίδει ορισμένα στοιχεία για ορισμένα τότε Βλαχόφωνα χωριό.

Δ ο β ρ ί ν ο β ο: Υπήρχε παλιό μοναστήρι όπου μέχρι το 1694 μόναζαν καλόγριες. Το εγκαταλειμένο μοναστήρι ανακαινίσθηκε επί ημερών Αλή Πασά και κατόπιν διαταγής του μεταβλήβηκε σε ενοριακή εκκλησία. Κατά το 1890 υπήρχε σχολείο αρρένων, του οποίου ο δάσκαλος μισθοδοτούνταν από τον Σύλλογο προς διάσωση των ελληνικών γραμμάτων με έδρα την Αθήνα αντί 15 λιρών το χρόνο. ιΕίχε επίσης και γιατρό.

Λ ε σ ν ί τ σ α: οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν από τη φυλή των Μπουΐων ή Μιπουϊάνων. Ο Λαμπρίδης λέγει ότι οι Μπουΐοι ή Μπουϊάνοι ήταν απόγονοι της Ηπειροϊλλυρικής οικογένειας των Μπουϊαίων. Αργότερα ενσωματώθηκαν μετανάστες από Χάσια και Οσδίνη της Παραμυθίας Θεσπρωτίας. Τα δυτικά όρια του χωριού που απήχαν τέσσερεις και μισή ώρες από τη μονή Λεσνίτσας αναγνωρίσθηκαν το 1806 με φιρμάνι του Σουλτάνου Μουσταφά κατόπιν ενέργειας του χωριανού Καραβέλη, εκμισθωτής ιδιοκτησίας της Βασιλομήτορας Βαλιδέ Σουλτάνας στη Θράκη. Η ρίζα του ονόματος Λεσνίτσα Λέσι είναι αλβανική και συναντάται στο Αλεσιό της Ιλλυρίας. Το 1773 απέκτησε μοναστήρι η Λεσνίτσα. Ο δάσκαλός της μισθοδοτούνταν από το Σύλλογο προς διάδοση των ελληνικών γραμμάτων.

Λ ά ι σ τ α: Το αρχικό της όνομα ήταν Λάκκα. Αργότερα προσχώρησαν στην Λάκκα οι κάτοικοι του χωριού Λάσοετε. Το Λάσσετε βρίσκονταν εκεί όπου υπήρχαν τα αμπέλια του χωριού κοντά στον Αη Χαράλαμπο. Το Λάκκα μετατρέπεται σε Λάστα και αργότερα σε Λάιστα.

Φ λ α μ π ο υ ρ ά ρ η: πήρε το όνομα γιατί κείται στις πλαγίες του βουνού Φλάμπουρο (όρος φιλυρών).

Μ α κ ρ ύ ν ο: Ο Κρυστάλλης αναφέρει ότι υπήρχαν ερείπια Ρωμαϊκών και Βυζαντινών χρόνων κατά την περιοδεία του. Στα Ν.Α. του Μαχρύνου υπήρχαν ερείπια τείχους Πελασγικού. Φημισμένο ήταν το νερό της βρύσης Μπρίσκας. Είχε σχολείο που τιμούσε την μνήμη του Μητροπολίτου !ωαννίνων Ιωαννικίου (1845 -1854) χρηματοδότη του και καταγόμενος από την ονομαστή οικογένεια του Μάκρυναν Ζάγκου. Αυτός πήρε τα πρώτα γράμματα στις Νεγάδες κοντά στο μεγάλο δάσκαλο του γένους Σακελλάριο, έπειτα στην Αίγινα κοντά στον Γεννάδιο όπου μαθήτευε υπότροφος. Σαν μητροπολίτης Ιωαννΐνων αποπειράθηκε να εξοντώσει τη Βλάχικη γλώσσα από το Μακρύνο. Είχε το Μακρύνο και Παρθεναγωγείο το 1890 που συντηρούνταν από τις προσόδους του μοναστηριού, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1700. Έμεινε ιστορικό το μοναστήρι γιατί γιατρεύτηκε πλούσια τυφλή από τις Νεγάδες μέσα σε 24 ώρες.

Γ ρ ε β ε ν ί τ η: Από το 1852 είχε ελληνικό σχολείο. Αργότερα απέκτησε Παρθεναγωγείο. Λέγεται ότι ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος διερχάμενος από την Ήπειρο (668 – 685) όταν από την Ιταλία επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη, ίδρυσε το μοναστήρι της Βοτσάς. Την Βοτσά ανακαίνισε το 1689 ο Γρεβενίτης αγιογράφος και ηγούμενος Αθανάσιος. Το μοναστήρι είχε καταστραφεί με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και σώθηκαν μόνο η εκκλησία και ο τρούλος. Επί 70 χρόνια έμεινε έρημο. Το 1729 είχε γύρω στους 60 μοναχούς και τον επίσκοπο Δοσίθεο ο οποίος δώρισε στο μοναστήρι μια έντυπο Αγία Γραφή που χρονολογούνταν από το 1544.

δ) Ασχολίες

Επί Αλή Πασά όλοι σχεδόν ήταν αγωγιάτες και μετέφεραν με μουλάρια διάφορα εμπορεύματα από την Ήπειρο μέχρι Σέρρες, Κωνσταντινούπολη, Βουκουρέστι και αντίθετα. Το επάγγελμα αυτό ήταν απομίμηση των Σαμμαριναίων Καρναβάρηδων με την διαφορά ότι οι μιμούμενοι και τους ξενιτεμούς Ζαγορίσιους έκαναν ταξίδια πολύ μακρυνότερα από ό,τι οι Καρναβάρηδες. Μετά το 1850 άρχισαν πάρα πολλοί βλάχοι να ασχολούνται με τις εμπορικές επιχειρήσεις. Δημιούργησαν αρκετά ευκατάστατα καταστήματα στο εξωτερικό και στην Ήπειρο.

Στα μακρινά ταξίδια που έκαναν οι Βλάχοι Καρναβάρηδες του Ζογορίου ανήκει αναμφησβήτητα το εξής παλιότατο και ωραιότατο τραγούδι:

Ο Γιάννης ο πραγματευτής ξεβγαίνει από την πόλη

Σέρνει μουλάρια αφόρτωτα και φορτωμένες μούλες

 κι η μούλα η χρυσοπέταλη, η μούλα η συρντάρα

βαστάει τον υιόν πραγματευτή, βαστάει τον υιόν λεβέντη

Στη στράτα όπου πήγαινε, στη στράτα που πηγαίνει,

 αποκοιμήθη ο νούτσικος στης μούλας τα καπούλια

κι η μούλα παραστράτησε κι από άλλη στράτα πάει

Κι όντας εξύπνησεν ο υιός, τη μούλα του μαλώνει

 

– Μούλα μ’ επαραστράτησες, με πας απ’ άλλη στράτα

με πας στη στράτα των κλεφτών, των χαραμήδων στράτα

Το λόγο δεν απόσωσε το λόγο δεν απόειπε,

νάτοι κι οι κλέφτες πόρχονται σαράντα δυο νομάτοι

όλοι ντυμένοι μ’ άρματα, με λίρα φορτωμένοι.

Δώδεκα παν από μπροστά και δώδεκ’ από πίσω.

Πιάνουν και ξεφορτώνουνε αράδα τα μουλάρια

και ανοίγουν όλα τα σακκιά να βγουν φλουριά και γρόσια

Στέκει και τους παρακαλεί να μη τα ξεφορτώσουν

γιατ’ είν’ ο μαύρος μοναχός, δεν μπόρ’ να τα φορτώσει

Kι ο καπετάνιος θύμωσε, στέκεται και του λέει:

 

— Βρε ιδές του σκύλου τον υγιό της κούρβας το κοπέλι

δεν κλαίει για τη ζωίτσα του θαλά τον εσκοτώσουν

μόν’ κλαίει για τα ξεφόρτωμα που δεν μπορ’ να φορτώσει.

Μπρε, πούστε, παλληκάρια μου, φωνάζει ο καπετετάνιος

αυτοί τον ελυπήθηκαν γιατ’ ήταν αντρειωμένος. 

Πού είσαι κόρη ιμ’ να μ’ ϋδείς, μάνα μου, να με κλάψεις

Βαρείτε τον μια χαντζαριά στον τόπο ν’ απομείνει

Κι ο καπετάνιος άρχισε να τον γλυκορωτάει:

-Πες μου να ζήσεις, νιούτσικε, πούδ’ είν’ τα πατρικά σου

και πούθεν είν’ η μάνα σου γραφή για να της γράψω;

 – Απ’ το Ζαγόρι ο κύρης μου κι η μάνα μ’ απ’ την Άρτα

κι έχω αδελφό στην ξενιτειά που λείπει δέκα χρόνια

κι άλλοι μου λεν απέθανε, άλλοι μου λεν εχάθη,

άλλοι πως είναι χαραμής και με τους κλέφτες πάει

Κι ο καπετάνιος τρόμαξε, στην αγκαλιά τον παίρνει

στον ώμο του τον έκοψε και στον γιατρό τον πάει

– Γιατρέ πολλούς εγιάτρεψες σφαγμένους και κομμένους

γιάτρεψε και τον Γιάννο μου τον μαχαιροσφαγμένο.

– Είναι μαχαίρι απ’ αδελφό και γιατρεμό δεν έχει

Κι από το χέρι τον κρατεί, σ’ άλλον γιατρό τον πάει

– Γιατρέ, που γιάτρεψες πολλούς, κομμένους, λαβωμένους

γιάτρεψε και τον Γιάννο μου, τον αδελφουτσικό μου.

– Αυτή είναι αδελφοχαντζαριά και γιατρεμό δεν έχει.

– Για πάρε τα μουλάρια μας και σύρτα στο χωριό μας

και στείλε μου τρεις μάστορες πετροπελεκητάδες

να πελεκήσουν μάρμαρα, το μνήμα μου να φκιάσουν.

Κι αν σε ρωτήσει ο κύρης μας κι η δόλια μας μανούλα

πες τους το πως παντρεύθηκα στης ξενιτειάς τα μέρη

πήρα την πέτρα πεθερά, την μαύρη γη γυναίκα.

– Πώς να γυρίσω στο χωριό να πω στα πατρικά μας

τον αδελφό πως έσφαξα και πήρα τα μουλάρια;

χρυσό μαχαίρι έβγαλε απ’ αργυρό θηκάρι,

τον αδελφό του αγκάλιασε και στην καρδιά το μπήγει.

Μέσ’ στην ερμιά τους έβαψαν τους δυο σ’ ένα μνημούρι

κι εφύτεψαν τριανταφυλλιά και μαύρο κυπαρίσσι,

κι όντας φυσάει ο άνεμος και τρίζουνε τα πεύκα

λυγάει η μικρή τριανταφυλλιά φιλεί το κυπαρίσι!

ε) Έθιμα

Τελούσαν μνημόσυνο υπέρ της ψυχής των πεθαμένων στη γιορτή του Αγίου Λουκά (18 Οκτωβρίου). Διανομή τυριού και ψητού κρέατος αντί κολύβων το Σάββατο της Πεντηκοστής, το οποίο ονόμαζαν Σάββατο του Αρσαλιού (ROSALIA). Πίστευαν ότι τη Μεγάλη Πέμπτη οι ψυχές των πεθαμένων εξέρχονταν από τον Άδη και περιέρχονταν μέχρι του Σαββάτου της Πεντηκοστής επισκεπτόμενοι όσα μέρη της γης τα είχαν γνωρίσει σαν ζωντανοί. Έπειτα επανέρχονταν στην αιώνιο κατοικία τους. Γνωστό το εξής δίστιχο μοιρολόι

Μεγάλη Πέφτη νάρχεται

(πέντε φάρες το χρόνο,

κι αυτό τo έρμο τ’ Αρσα(λιού

καμιά φορά μην έρθει.

Η δοξασία αυτή είναι λείψανο των Ρωμαίων, οι οπαίοι πίστευαν ότι οι ψυχές των πεθαμένων τρεις φορές το χρόνο ανέρχονται από τον Άδη.

 

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «το Ζαγόρι μας».