Το παιδομάζωμα και ένας Πασάς στα Γιάννινα από το Ζαγόρι

Το λεγόμενο «παιδομάζωμα», το άρπαγμα και ο εξισλαμισμός νεαρών παιδιών από Χριστιανικές κυρίως οικογένειες ήταν μια συνήθη πρακτική των πρώτων αιώνων της Οθωμανικής κυριαρχίας. Ο Απόστολος Βακαλόπουλος στην «Ιστορία του νέου Ελληνισμού» μας λέει ότι στην αρχή γινόταν κάθε πέντε χρόνια και οι Οθωμανοί στρατολογούσαν το 1/5 των αλλόθρησκων αρσενικών παιδιών. Λεγόταν και «φόρος αίματος» και οι νεαροί που αρπάζονταν από τις οικογένειες τους εκπαιδεύονταν για να στελεχώσουν διάφορες υπηρεσίες του Οθωμανικού κράτους, τόσο στρατιωτικές όσο και πολιτικές. Εμπνευστής του σχεδίου φέρεται να ήταν ο Καρα Καχίλ Πασάς, μεγάλος βεζίρης την εποχή που σουλτάνος ήταν ο Μουράτ ο Α΄ (1359-1389), του οποίου η μητέρα ήταν χριστιανή βυζαντινή πριγκίπισσα.

 

Σύμφωνα με τα όσα γράφει ο Βακαλόπουλος η διαδικασία τον 15ο αιώνα γινόταν ως εξής:

«Στην περιοχή ή στη διοικητική περιφέρεια, όπου θα γινόταν το παιδομάζωμα, έστελναν έναν αξιωματικό των γενιτσάρων, τον devsirme agasi που είχε το σχετικό φιρμάνι στρατολογίας, ένα γραφέα και μερικούς συνοδούς γενιτσάρους. Μαζί του είχε επίσης επιστολή (γραμμένη από τον yeniceri agasi), που είχε το ίδιο σχεδόν περιεχόμενο με του φιρμανιού και που απευθυνόταν στους καδήδες της περιοχής, όπου θα γινόταν το παιδομάζωμα. Ο αξιωματικός αυτός είχε απόλυτη εξουσία και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει στα καθήκοντά του, είτε ήταν μουτεσελίμης των μπεηλερμπέηδων ή άλλος στρατιωτικός.

Ο devsirme agasi πήγαινε στους καζάδες και η άφιξη του κοινοποιούνταν με ντελάληδες στα χωριά. Στον κάθε τόπο συνεννοούνταν πρώτα με τον καδή και τον πρωτόγερο (προεστό) ή τον παπά και κατόπιν ήλεγχε μαζί τους προσεκτικά τα βιβλία των γεννήσεων της εκκλησίας και επιθεωρούσε ο ίδιος τους υποψηφίους γενιτσάρους. Διάλεγε τους πιο ρωμαλέους, όμορφους και ευφυείς νέους που φαίνονταν κατάλληλοι για την στρατιωτική υπηρεσία. Σύμφωνα με τον νόμο του παιδομαζώματος, έπρεπε οι νέοι αυτοί να είναι παιδιά ιερέων και εγγενών οικογενειών. Από τους ραγιάδες που είχαν δύο ή και περισσότερα παιδιά έπαιρναν μόνο το ένα. Τα μοναχοπαίδια εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα, για να βοηθούν και να υπηρετούν τους γονείς τους. Επίσης εξαιρούνταν και μερικές άλλες κατηγορίες παιδιών, όπως π.χ. οι ορφανοί, οι σπανοί, οι κοντοί, οι ψηλοί κ.α., καθώς επίσης και οι παντρεμένοι».

Αργότερα η πρακτική αυτή άρχισε να σιγά σιγά να αλλάζει. Ιδιαίτερα μετά τον 16ο αιώνα, το παιδομάζωμα γινόταν χωρίς κανόνες και κυρίως έπληττε τους φτωχούς μη εξαιρουμένων και αυτών που είχαν μόνο ένα παιδί. Οι πλούσιοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα φρόντιζαν και με εξαγορές άλλαζαν τη τύχη των παιδιών τους. Από τις πηγές που έχουμε γνωρίζουμε ότι ο «φόρος αίματος» των Χριστιανών όλα αυτά τα χρόνια ήταν ιδιαίτερα βαρύς. Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στην «Χρονογραφία» του Αραβαντινού, στο παιδομάζωμα που έγινε το 1580, περισσότερα από 200.000 Χριστιανόπουλα αρπάχτηκαν από τις οικογένειες τους, εξισλαμίστηκαν και στη συνέχεια στελέχωσαν τα στρατεύματα του Σουλτάνου, που εξαιτίας των συνεχόμενων πολέμων είχαν εξασθενίσει.

Και η Ήπειρος εκείνη τη χρονιά έχασε πολλά από τα τέκνα της. Μάταια οι Ηπειρώτες γονείς προσπαθούσαν να κρύψουν τα παιδιά τους. Τις περισσότερες φορές οι ενέργειες τους αποτύχαιναν καθώς οι Οθωμανοί είχαν προηγουμένως συλλέξει πληροφορίες και ήξεραν την οικογενειακή κατάσταση τους. Και χρησιμοποιώντας απειλές εύκολα ή δύσκολα πετύχαιναν τον στόχο τους. Έτσι οι τραγικοί γονείς έβλεπαν τα παιδιά τους να χάνονται μέσα από τα χέρια τους χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να κάνουν τίποτε. Μέσω των παλιών δημοτικών μας τραγουδιών, μας έρχονται εικόνες και συναισθήματα από τα τραγικά εκείνα βιώματα των προγόνων μας. Δυστυχώς τα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια έχουν πάψει πλέον να ακούγονται στις εκδηλώσεις των χωριών μας και η μοναδική πηγή για να τα βρούμε είναι οι καταγραφές που έκαναν κάποιοι σπουδαίοι λαογράφοι.

Ένα τέτοιο παλιό δημοτικό τραγούδι του Ζαγορίου, το κατέγραψε ο συντοπίτης μας (από τα Άνω Σουδενά) γιατρός και ιστοριοδίφης Ιωάννης Λαμπρίδης (1836-1891). Το τραγούδι αυτό, σύμφωνα με τον Λαμπρίδη, τραγουδιόνταν στην Βίτσα και το Μονοδέντρι. Μάλιστα στους στίχους του μνημονεύονται και τα ονόματα δυο οικογενειών (Ζώνιου και Σέιδω), πιθανότατα από αυτές που έχασαν τα παιδιά τους:

«Άλλοτε τον παλιό καιρό, Ζώνιο μπε, Ζώνιο μπε,

Και το παλιό ζαμάνι, Σέϊδω μετ΄εμέ

Πιάνουν παπάδες και κρεμούν…..

γερόντους και σκεντζέβουν…..

τότε το πρώτο μάζωμα….

πήραν το νοικοκύρη

και στο δεύτερο μάζωμα

πήραν και τον υίον μου».

Ένα άλλο παλιό Ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται και αυτό στο παιδομάζωμα, το κατέγραψε ο Παναγιώτης Αραβαντινός:

«Ανάθεμα σε βασιλιά και τρις ανάθεμα σε,

Με το κακό οπώκαμες, με το κακό που κάνεις:

Στέλνεις τραβάς τους γέροντας, τους πρώτους, τους παπάδες

Να μάσης παιδομάζωμα, να κάνεις Γενιτσάρους

Κλαιν’ οι μανάδες τα παιδιά, κι οι αδελφές τ’ αδέλφια

Κλαίγω κι εγώ και καίγομαι, κι όσο να ζω θα κλαίγω,

πέρσι πήραν το γυιόκα μου, φέτο τον αδελφό μου».

Η λαϊκή μας παράδοση διασώζει πολλές ιστορίες μεταξύ των μελών κάποιας οικογένειας που αρχικά διασπάστηκε στο παιδομάζωμα και αργότερα τα μέλη τους ξανασυναντήθηκαν. Μια τέτοια ιστορία αναφέρεται σ’ ένα παιδί του Ζαγορίου. Μας την μεταφέρει μέσω δημοσιεύματος του σε Γιαννιώτικη εφημερίδα, ο Ιωάννης Νικολαΐδης το 1960. Πρωταγωνιστής ένας νεαρός από τη Βίτσα. Η ιστορία θέλει το παιδί αυτό να ήταν μοναχογιός μιας χήρας γυναίκας που ζούσε τότε στο χωριό. Μαζί με άλλους συγχωριανούς του εντοπίστηκε από τους Οθωμανούς και αρπάχτηκε από τη μάνα του σε κάποιο από τα παιδομαζώματα που έγιναν στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα (ορισμένοι ισχυρίζονται το 1550 και άλλοι το 1580). Οι Οθωμανοί αρχικά λέγεται ότι συγκέντρωσαν όλους τους νεαρούς Βιτσινούς σ’ ένα λιβάδι έξω από το χωριό τους και στη συνέχεια τους μετέφεραν προς άγνωστη κατεύθυνση. Τα ίχνη τους όπως ήταν αναμενόμενο χάθηκαν και οι οικογένειες τους δεν έμαθαν τίποτε για την τύχη τους.

Τα χρόνια πέρασαν και το 1600 την εξουσία στα Γιάννινα αναλαμβάνει ένας νέος κυβερνήτης (Βαλής). Ονομάζεται Αχμέτ Πασάς αλλά έγινε γνωστός ως Ασλάν, από το τούρκικο Αρσλάν (λιοντάρι) προσωνύμιο που του δόθηκε εξαιτίας της σπουδαίας του δράσης στον πόλεμο εναντίων των Περσών στο Σεράβ. Και στην ιστορία της πόλεως των Ιωαννίνων ο Ασλάν εξελίσσεται ως ο πιο σημαντικός Πασάς, μετά βεβαίως από τον μεταγενέστερο του Αλή Πασά τον Τεπελενλή. Είναι αυτός που κτίζει το 1618 το Ασλάν Τζαμί, το πιο αναγνωρίσιμο ως σήμερα κτήριο των Ιωαννίνων.  Επί των ημερών του και λίγο πριν παραδώσει την εξουσία της πόλεως στον Οσμάν Πασά (το 1612), είδε τον Διονύσιο επίσκοπο Τρίκκης (τον επονομαζόμενο και Σκυλόσοφο) να προσπαθεί να τον ανατρέψει. Και εκείνη τη νύκτα του Σεπτέμβρη του 1611 εικάζεται ότι σώθηκε την τελευταία στιγμή.  Στη συνέχεια, οργάνωσε τον αιφνιδιασμένο στρατό του, αντεπιτέθηκε και κατάσφαξε τους εξεγερμένους.  Τον πρωταίτιο της ανταρσίας τον έγδαρε ζωντανό, γέμισε με άχυρα το δέρμα του και το έστειλε στην Κωνσταντινούπολη. Οι απόγονοι του διοίκησαν τα Γιάννινα ως το 1788, χρονιά που Πασάς στη πόλη των Ιωαννίνων αναλαμβάνει ο Αλή Τεπελενλής. Αλλά και αυτός για να γίνει δεκτός από τους Τουρκογιαννιώτες, παντρεύτηκε την Ζουλεϊχά, απόγονο και αυτή της δυναστείας των Ασλανιδών.

Όταν λοιπόν ο Ασλάν Πασάς ανέλαβε τα καθήκοντα του στα Γιάννινα, οι κάτοικοι του Κεντρικού Ζαγορίου έμαθαν πως ο νέος Βαλής των Ιωαννίνων έρχεται προς τα μέρη τους. Ετοιμάστηκαν να τον υποδεχτούν και κυρίως η Βίτσα μια και προς τα εκεί έλεγαν πως θα κατευθυνθεί. Οι προεστοί και οι κάτοικοι του χωριού, όπως συνηθίζονταν σε τέτοιες περιπτώσεις βγήκαν να τον προσκυνήσουν. Όταν έφτασε ο  Ασλάν Πασάς στο χωριό ζήτησε από τους προεστούς να τον οδηγήσουν στο σπίτι μιας ηλικιωμένης χήρας γυναίκας, αυτής που στο παιδομάζωμα είχε χάσει το μοναχοπαίδι της. Οι κάτοικοι του χωριού απορημένοι τον οδήγησαν στο σπίτι που ζητούσε. Εκεί ο Βαλής των Ιωαννίνων τους έδιωξε όλους από κοντά του και μόνος του συνάντησε τη γριά γυναίκα. Τότε λέγεται ότι τη ρώτησε αν ζει μόνη ή αν έχει οικογένεια. Η φτωχή γριά του απάντησε πως είχε μόνο ένα παιδί αλλά πριν από χρόνια της το πήραν από κοντά της. Στη συνέχεια ο Πασάς τη ρώτησε πως αν ποτέ έβλεπε μπροστά της το παιδί της, θα μπορούσε να το αναγνωρίσει; Η γριά φέρεται να του απάντησε πως μετά από τόσο καιρό θα μπορούσε να τον γνωρίσει μόνο από ένα σημάδι. Από το κάψιμο που είχε ο γιο της στο αριστερό πλευρό του. Τότε ο Ασλάν Πασάς έδειξε το σημάδι και αγκάλιασε την έκπληκτη και τρισευτυχισμένη πλέον γριά μητέρα του. Λέγεται πως στη συνέχεια της άφησε πολλά χρήματα για να έχει εύκολα γεράματα και έφυγε για πάντα από κοντά της, αφού προηγουμένως της απαγόρευσε να τον αναζητήσει.

Οι Βιτσινοί υποστηρίζουν ακόμη και πως ένα παλιό πηγάδι με την ονομασία «το πηγάδι του αρχόντου», που ήταν στο χωριό τους, ήταν δικό του δημιούργημα. Μάλιστα λένε ότι το πατρικό του σπίτι υπήρχε για πολλά χρόνια και ότι σ’ αυτό μετά έμενε κάποια οικογένεια Μπετούνη.

Την καταγωγή όμως του Ασλάν Πασά από το Ζαγόρι, εκτός από τις παραδόσεις της περιοχής, την υποστηρίζουν και αρκετοί ερευνητές. Μεταξύ αυτών είναι και ο Ιωάννης Λαμπρίδης αλλά και ο Δημήτριος Σαλαμάγκας, που ασχολήθηκε λεπτομερώς κυρίως με την ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων. Οι περισσότεροι μας λένε πως ήταν από την Άνω Βίτσα αλλά υπάρχουν και διαφορετικές αναφορές, όπως αυτή του Παναγιώτη Αραβαντινού (1811-1870). Στην «Χρονογραφία της Ηπείρου» ο Παργινός συγγραφέας αναφέρει:

«Εκ των Χριστιανών του παιδομαζώματος υπήρχε και ο περίφημος Ασλάν Πασάς, εκ του Μονοδεντρίου χωρίου του Ζαγορίου, αρχηγός των ενδοξότερων Οθωμανικών οικογενειών…».

Η σύγχυση μεταξύ των δυο χωριών είναι εύκολη να γίνει αφού η Βίτσα παλιότερα δεν ήταν ένας ενιαίος οικισμός αλλά χωριζόταν σε Άνω Βίτσα και Κάτω Βίτσα. Και μέχρι το 1753, μαζί με το Μονοδέντρι, οι τρεις οικισμοί αποτελούσαν μια κοινότητα με το όνομα «Βέζιτσα», που αργότερα εξελίχθηκε σε Βέιτσα και στη συνέχεια έγινε Βίτσα. Ξεχωριστές κοινότητες το Μονοδέντρι με την Βίτσα έγιναν τον 19ο αιώνα.